Η λιτότητα και οι πλεονασματικές χώρες εμποδίζουν την διεθνή ανάπτυξη
Η επιδείνωση της κρίσης του χρέους της Ευρώπης ώθησε τις κυβερνήσεις να αυξήσουν τις περικοπές στους προϋπολογισμούς, γεγονός που υπονομεύει την καταναλωτική ζήτηση και θολώνει τον ορίζοντα όσον αφορά στις προοπτικές ανάπτυξης.
Η οικονομική ανάκαμψη της ζώνης του ευρώ έχασε τη δυναμική της κατά το δεύτερο τρίμηνο 2011, καθώς οι κυβερνήσεις επέβαλαν μέτρα λιτότητας, σε μια προσπάθεια να αντιμετωπίσουν την κρίση του δημόσιου χρέους
Σύμφωνα με το γραφείο στατιστικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Λουξεμβούργο, το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν αυξήθηκε κατά 0,2% στο β΄ τρίμηνο, ύστερα από αύξηση 0,8% κατά την προηγούμενη περίοδο.
Η εξέλιξη αυτή προφανώς έχει επηρεασθεί από το ότι οι κυβερνητικές δαπάνες μειώθηκαν, στο β΄3μηνο, κατά 0,2% ως ποσοστό στο ΑΕΠ μετά την αύξηση τους κατά 0,4% στο πρώτο τρίμηνο.
Ο Christoph Weil, ανώτερο στέλεχος στην Commerzbank AG δήλωσε:
1) Θα δούμε ένα πολύ μέτριο δεύτερο μισό, με τριμηνιαίους ρυθμούς αύξησης της τάξης του 0,1%, στην καλύτερη περίπτωση,
2) Οι εξαγωγές χάνουν δυναμική, ενώ η κρίση του χρέους διαβρώνει την εμπιστοσύνη των καταναλωτών και των επιχειρήσεων. Όμως,
δεν βλέπουμε ακόμα την απειλή της ύφεσης.
δεν βλέπουμε ακόμα την απειλή της ύφεσης.
Η εμπιστοσύνη των επενδυτών μειώθηκε στο χαμηλότερο ποσοστό για πάνω από δύο χρόνια το Σεπτέμβριο και τον οικονομικό κλίμα αποδυναμώθηκε τον περασμένο μήνα.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ζήτησε από τους φορείς χάραξης πολιτικής να ενεργήσουν με τέτοιο τρόπο ώστε να προλάβουν την οικονομία από την ολίσθηση της σε ύφεση.
Αξίζει, εδώ , να σημειωθεί πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος της Κίνας και γενικά κάθε μεγάλης πλεονασματικής χώρας που βρίσκεται π.χ. στην Ασία, την Λατινική Αμερική ή και αλλού στην διαμόρφωση ισορροπίας στην παγκόσμια οικονομία.
Τα μεγάλα πλεονάσματα που επιτυγχάνουν από το εξαγωγικό εμπόριο οι χώρες για παράδειγμα της Ασίας με τη Δύση, στο βαθμό που δεν αξιοποιούνται συμβάλουν αρνητικά στην παγκόσμια ανάπτυξη.
Η διατήρηση εκτός εμπορίου και αγοράς σημαντικών χρηματικών ποσών (>8-10 τρις $) από τις ασιατικές χώρες μειώνει τη συνολική δαπάνη της οικονομίας και συνεπώς τη διεθνή συνολική ζήτηση με αλυσιδωτές επιπτώσεις στην μείωση α) της παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών, β) της απασχόλησης και γ) του εισοδήματος.
Η εξουδετέρωση μίας τέτοιας μεγάλης αγοραστικής δύναμης, που η δημιουργία της είναι το συνδυαστικό αποτέλεσμα της υψηλής ασιατικής παραγωγής και της αντίστοιχης καταναλωτικής δαπάνης της Δύσης, τραυματίζει αρχικά την παραγωγική βάση των Δυτικών οικονομιών και στη συνέχεια η διατήρηση της συμβάλλει μακροπρόθεσμα στην δημιουργία αξεπέραστων προβλημάτων μειωμένης απασχόλησης, εξασθένησης του εισοδήματος και υψηλής ανεργίας.
Οι κυβερνήσεις της Ευρώπης επιδιώκουν την επαναφορά σε ισορροπία των οικονομικών των χωρών τους δίδοντας έμφαση , μεταξύ άλλων, στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας μέσω εφαρμογής δημοσιονομικών προγραμμάτων λιτότητας. Με άλλα λόγια όσο η Ασία δεν δαπανά τα χρηματικά πλεονάσματα της που τα περισσότερα προέρχονται από τη Δύση, η Δύση τείνει να προσαρμοσθεί στην ανταγωνιστικότητα των χαμηλών μισθών και τιμών της Ασίας ώστε να περιορίσει τις χρηματικές διαρροές της προς αυτήν.
Με τον πιο πάνω τρόπο οι ευρωπαϊκές χώρες επιδιώκουν να επανακτήσουν την παραγωγή τους που σημαντικό μέρος της χάθηκε, διότι μεταφέρθηκε, άμεσα ή έμμεσα στις χώρες του τρίτου κόσμου.
Το ίδιο βέβαια αλλά σε διαφορετικό βαθμό συμβαίνει και στις εμπορικές σχέσεις των ΗΠΑ με την Ασία (μεγάλα εξωτερικά ελλείμματα οι ΗΠΑ και αντίστοιχα μεγάλα πλεονάσματα στην Ασία-κυρίως Κίνα, που μέρος τους δεν ανακυκλώνεται). Εξαίρεση αποτελεί η παροχή κινεζικών δανείων προς τις ΗΠΑ, γεγονός που σε τελική ανάλυση περιπλέκει την κατάσταση παρά την εξομαλύνει.
Η Ασία και ιδιαίτερα η Κίνα πρέπει να πεισθεί ότι είναι και προς δικό της συμφέρον να ανακυκλώνει τα περισσευούμενα συναλλαγματικά της διαθέσιμα δαπανώντας τα στη Δύση είτε με αγορές διαρκών και καταναλωτικών αγαθών είτε με άμεσες επενδύσεις είτε τέλος με συνδυασμό και των δύο αυτών τρόπων. Η ίδια κατάσταση υπάρχει και στο εσωτερικό των χωρών της ευρωζώνης όπου παρατηρείται σημαντική ανισομέρεια στο μεταξύ τους εξωτερικό εμπόριο.
Αν η Κίνα αλλά και γενικά οι πλεονασματικές χώρες ακολουθούσαν πιο επιθετική πολιτική δαπανών εξισώνοντας τις συναλλαγματικές εκροές τους προς τις αντίστοιχες πραγματοποιούμενες εισροές θα συνέβαλαν θετικά στην εξισορρόπηση της παγκόσμιας ανάπτυξης μεταξύ των αναπτυσσόμενων και αναπτυγμένων χωρών και βέβαια θα αμβλύνονταν επαρκώς οι αρνητικές οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις στις δυτικές χώρες που προκαλούν τα αναπόφευκτα μέτρα δημοσιονομικής εξυγίανσης τους.
Οι συνομιλίες μεταξύ των χωρών για την διαρκή αντιμετώπιση φαινομένων ύφεσης αλλά και ανάπτυξης έχουν καταστεί σήμερα μέρος της όλης καλώς νοούμενης μεταξύ των συνεργασίας και ειρηνικής επίλυσης κάθε κοινού θέματος.
Οι όροι του ελεύθερου εμπορίου μιλάνε για ελευθερία στην διακίνηση των εμπορευμάτων, των κεφαλαίων και των ανθρώπων.
Η καλή όμως εφαρμογή τους πρέπει να γίνεται επί τη βάσει της αμοιβαιότητας και τήρησης των καλών συναλλακτικών ηθών και να απαιτείται να λαμβάνεται υπόψη οι επιμέρους ιδιαιτερότητες των οικονομιών αλλά και των πολιτικών που υιοθετούνται και ασκούνται από κάθε κυρίαρχο κράτος.
Έτσι πολιτικές που τείνουν διαχρονικά να προκαλέσουν οικονομικό μειονέκτημα σε διάφορες χώρες ώστε οι ισχυρότερες να δρέψουν πολλαπλάσια οφέλη, πρόσκαιρης σημασίας όπως αποδεικνύεται τις περισσότερες φορές, πρέπει όχι μόνο να αποφεύγονται αλλά και να καταδικάζονται από όλους τους εμπλεκόμενους.
Η ηθική των συναλλαγών απομακρύνει τους κινδύνους να μεταπέσει το διεθνές εμπόριο από μέσο ανάπτυξης και ευημερίας των λαών σε μέσο πολέμου και εξάντλησης του αντιπάλου. Η απελευθέρωση των παγκόσμιων συναλλαγών δεν μπορεί να επιτελέσει τον σκοπό της, που είναι να φέρει την ευημερία σε όλο τον κόσμο, αν δεν συνοδεύεται από τις προστατευτικές ρήτρες των καλών συναλλαγών και του αμοιβαίου συμφέροντος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου