Ανάγκη για αύξηση των επιτοκίων
Οι αρνητικές αποκλίσεις που σημειώνει η εκτέλεση του Προϋπολογισμού 2011, ιδιαίτερα σε σχέση με το Πρόγραμμα Σταθερότητας, έχει προκαλέσει συζητήσεις οι οποίες αποκλείουν το άνοιγμα των αγορών χρήματος και κεφαλαίου για την Ελλάδα το 2012, όπως αρχικά προβλεπόταν. Το ερώτημα που τίθεται πλέον είναι με ποιό τρόπο θα πληρωθούν τα δάνεια που λήγουν εντός του 2012. Με νέο δανεισμό ή με επέκταση της διάρκειας τους ή το χειρότερο, η χώρα να αναγκασθεί να κηρύξει στάση πληρωμών. Αυτές είναι οι επιλογές που, κυρίως ,τώρα, συζητούνται.
Αιτία της νέας δυσμενούς εξέλιξης παραμένει η « μειωμένη διάθεση» των αρχών να περιορίσουν, με ταχύτερο ρυθμό, τις κρατικές δαπάνες στο προγραμματισμένο ύψος τους, ενώ μονομερώς το βάρος πέφτει στην αύξηση των εσόδων (μέσω αύξησης των φορολογικών συντελεστών), στόχος που, όμως, δεν επιτυγχάνεται.
Όλη η ανωτέρω εικόνα, που συνοδεύεται με διάφορα ποικίλα αρνητικά σχόλια στον τύπο, αναπαραγόμενη κατά πυκνά διαστήματα, στην τελευταία διετία, για ανάλογους λόγους και αιτίες προκαλεί φόβους και ανησυχίες στο κοινό που επηρεάζουν, με τη σειρά τους, αρνητικά την καταναλωτική και αποταμιευτική συμπεριφορά του επιδεινώνοντας περαιτέρω την κατάσταση της πραγματική οικονομίας.
Θα ήθελα να εστιάσω τις επιπτώσεις στον αποταμιευτικό τομέα και συγκεκριμένα στις καταθέσεις των κατοίκων και επιχειρήσεων στις τράπεζες.
Από την έναρξη της κρίσεως στην χώρα μας, υπολογίζεται οι καταθέσεις μειώθηκαν περισσότερο από 40 δις ευρώ ποσό σημαντικό σε σύγκριση με το συνολικό ύψος τους αλλά και τις αυξημένες ανάγκες σε ρευστότητα που η κρίση προκάλεσε.
Επίσης, η μείωση των καταθέσεων έχει προκαλέσει στην αγορά «ακινησία», λόγω του ότι βασικές παραγωγικές και συναλλακτικές δραστηριότητες υποχρηματοδοτούνται
Η μείωση της χρηματοδότησης προς επιχειρήσεις και νοικοκυριά από τις τράπεζες μειώνει περισσότερο την παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών από ότι οι δυνατότητες της οικονομίας επιτρέπουν και η αναπόφευκτη ύφεση γίνεται μεγαλύτερη.
Έτσι οι συνέπειες της ύφεσης με αύξηση της ανεργίας και μείωση της απασχόλησης λαμβάνει απρόβλεπτες και επικίνδυνες διαστάσεις για τη συνοχή της κοινωνίας αλλά και τις προϋποθέσεις εξόδου από την κρίση.
Όσο η δημοσιονομική πολιτική της χώρας μας παραμένει αναποτελεσματική, αντιπαραγωγική και περιφρονητικά σπάταλη, οι κίνδυνοι για πλήρη αποδόμηση οικονομίας και κοινωνίας βαίνουν αυξανόμενοι.
Ωστόσο ότι παραμένει ακόμα υγιές και στο βαθμό που μπορεί να επηρεάσει θα πρέπει να το κάνει εκκωφαντικά στην πράξη και όχι σε συμβουλές.
Παράδειγμα, οι τράπεζες πριν συντριβούν από το βάρος της ύφεσης και του φόβου των καταθετών είναι ανάγκη, κατά την γνώμη μου, να τολμήσουν να προσαρμόσουν τις παρεχόμενες διευκολύνσεις προς το δημόσιο ανάλογα με το βαθμό που το ίδιο συγκλίνει προς το ύψος των προγραμματισμένων ελλειμμάτων και να αυξήσουν τα επιτόκια καταθέσεων τόσο όσο θα απαιτηθεί για να σταματήσει η διαρροή καταθέσεων αλλά και να επιστρέψουν όσο κεφάλαια έχουν αποσυρθεί.
Το μήνυμα είναι ότι γινόμαστε όλοι, τράπεζες και πολιτική ηγεσία, σοβαροί και υπεύθυνοι στις αποφάσεις και στη στάση μας όσον αφορά στη διαχείριση του χρήματος και γενικότερα στις επιπτώσεις που έχει στους ανθρώπους.
Το κόστος αυτής της πολιτικής των αυξημένων επιτοκίων θα αναδείξει και αποτυπώσει σε αριθμούς ποιο είναι το κόστος που υφίσταται η ελληνική κοινωνία με τη φυγή των καταθέσεων εκτός τραπεζών, κόστος αναπόφευκτο όσο διατηρείται η κατάσταση αυτή.
Να θυμηθούμε ότι μια αρχική απόσυρση καταθέσεων μειώνει πολλαπλάσια το συνολικό ύψος των καταθέσεων και χορηγήσεων που πραγματοποιούνται μέσα σε ένα χρόνο και συνεπώς πολλαπλάσια μειώνει το ύψος της παραγωγής και απασχόλησης.
Δηλαδή οι αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία είναι δυσανάλογα μεγάλες από μια απόσυρση ενός μέρους των καταθέσεων.
Χωρίς καταθέσεις δεν υπάρχουν χορηγήσεις, χωρίς χορηγήσεις δεν υπάρχουν επιχειρήσεις, χωρίς επιχειρήσεις δεν υπάρχει απασχόληση, χωρίς απασχόληση υπάρχει μόνο πείνα.
Συνεπώς η εύρυθμη αποκατάσταση της τραπεζικής λειτουργίας είναι ζωτικής σημασίας για όλους. Βασικό στοιχείο της είναι η εμπιστοσύνη, που βρίσκεται , όμως, στα χέρια της πολιτικής ηγεσίας.
Στο βαθμό που αυτό καθυστερεί η άνοδος των καταθετικών επιτοκίων θα σημάνει συναγερμό προς όλες τις κατευθύνσεις, διότι θα προβάλλεται έντονα το υπερβολικό κόστος με το οποίο η οικονομία επιβαρύνεται από τις καθυστερήσεις στην προσαρμογή των δημοσιονομικών μεγεθών. Επίσης μπορεί να αναμένει κανείς ότι θα ασκηθούν αξιόλογες πιέσεις από τους φορείς του παραγωγικού και εμπορικού τομέα της οικονομίας για δημοσιονομική αποτελεσματικότητα. Αντίστροφα, ίσως αποτελέσει και μέσο πίεσης από την πολιτική ηγεσία για δίκαιη και ορθολογική οργάνωση της αγοράς των κλειστών επαγγελμάτων.
Από την πλευρά των καταθετών ένα υψηλό επιτόκιο μπορεί να εκτιμηθεί ότι τους προσφέρει τη δυνατότητα να υπερκεράσουν φόβους και ανησυχίες και τελικά η ανταπόκριση τους να είναι θετική, ανακάμπτοντας έτσι οι καταθέσεις. Βέβαια, ο ψυχολογικός παράγων είναι σημαντικός και οι τράπεζες με την τεχνογνωσία και εμπειρία τους μπορεί να αναμένεται οτι θα τον διαχειριστούν επιτυχώς.
Αν η αρχή γίνει και συνοδευτεί με τα πρόσθετα αναγκαία μέτρα δημοσιονομικής
προσαρμογής και οικονομικής αποτελεσματικότητας, το όποιο αρχικό κόστος γρήγορα θα απορροφηθεί από την αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας που θα ακολουθήσει και η οικονομία τελικά θα έχει μπει στον ενάρετο κύκλο της ανάπτυξης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου